Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΘΕΟΣ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
ΝΙΚΟΛΕΤΣΕΑ ΧΡ. ΓΕΩΡΓΙΑ, Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΘΕΟΣ, ΠΑΤΡΑ, 2016 (σελ. 40)
"Απόλυτο ον"
Ο δικός μας ο θεός είναι άγριος, αδέσμευτος,
άπληστα μοναχικός.
Κατοικεί σε σπηλιές βραχοζωσμένες,
ρίχνει στις πληγές του αλάτι,
φοράει ράσα και το βλέμμα του είναι κοφτερό
σα γιαταγάνι.
Δεν τον καταλαβαίνει κανείς εύκολα.
Ούτε να τον αντικρίσει δε μπορεί.
Μουδιάζει.
Ο σφυγμός του - βλέπεις - χτυπάει απόλυτα.
Αισθάνεται με το μυαλό. Γι΄ αυτό τον αποκαλούμε Λόγο.
Χρόνια τώρα, τρέφεται με μέσα λιτά: αύρες πρωινές, τροχιές νεφών, θαλασσινές ωδίνες.
Είναι ο άρχοντας της Nομοτέλειας.
Ορίζει ετούτο, μα κι άλλα στερεώματα.
Τα στήνει πάνω στην ύλη
ή
τα γκρεμίζει στην ανυπαρξία.
Προς το παρόν γυρίζει άστεγος
- ίδιος αλήτης -. Πλανιέται
από γειτονιά σε γειτονιά
κρύβοντας κάτω από το πουκάμισό του τον πάπυρο
με την επόμενη εντολή.
"Ανορθόδοξες απορίες"
Πώς έγινε τούτος ο Θεός
ο γόνιμα αναρχικός,
ο λιπόσαρκος
με τα βαθουλωτά μάτια
με τα λιγδιάρικα μαλλιά
με πόδια που δε δύνανται
όχι να προχωρήσουν,
όχι να τον βαστάξουν,
όχι να ταξιδέψουν, ούτε ως
το γάμο της Κανά, ή τη βαρκούλα του Πέτρου….
Πώς γίνεται τούτος ο Θεός
της περιφρόνησης
της λεπρής μάζας
της ασύχαστης του πλήθους ασωτίας
της προδότρας ζαριάς της τύχης
Τούτος ο Θεός που με το στανιό
τον δέχτηκε στη ράχη του
το πλέον ψωραλέο γαϊδουράκι των Ιεροσολύμων
ίσα-ίσα με ένα κιλίμι στην πλάτη
με μια ακαταδεξία στο μάτι
(σχεδόν ανθρώπινη) – μιαν ακαταδεξία
που μεταλλάχτηκε
σε υποχωρητικότητα και φαρισαϊκή δουλοσύνη
στο πρώτο χειροκρότημα
στην πρώτη ζητωκραυγή
στο παραμικρό δαφνόφυλλο
Πως έγινε τούτος ο Θεός
που Τον υπάκουαν
μόνο καρβέλια και ψάρια
μάρτυρας των Χορτάτων και των Διαφεντευτών (;)
"Μωροί μαθητές"
Με πόση συγκίνηση θυμάμαι μας μιλούσε ο θεολόγος στο σχολείο για την περίπτωση του άπιστου Θωμά.
Λιγόψυχος κι ανασφαλής,
μέσα από την κρυψώνα του ρεαλισμού,
ζητούσε λύσεις κι αποδείξεις. Ο αφελής!
Με πόση συγκίνηση θυμάμαι μας μιλούσε κι ο ιερέας στην εκκλησία
για την περίπτωση του άτυχου Θωμά.
Αγανακτώντας μαζί του και απαξιώνοντας
την ολιγόπιστη καρδιά του,
ζητούσε να προσκομίσει,
μέσα από τα οχυρά της λογικής,
λύσεις κι αποδείξεις. Ο αφελής!
Άμα δεν ήθελε ο Χριστός
θα εμφανιζόταν άραγε στους μαθητές;
Ή μήπως είχαν τόση δύναμη οι γραφές,
ώστε να εξαναγκάσουν Αυτόν, ένα Γιο Θεού,
να γονατίσει μπροστά στους μαθητές Του, για να τους δείξει
το σακατεμένο Του πλευρό και τα σημάδια στις παλάμες;
Κι αν πάλι οι μαθητές Του ήθελαν
να πάρουν για οδηγό ετούτα τα σημάδια, θα ’πρεπε
όλοι να επιστρέψουν στον κήπο της Γεσθημανή, θα ’πρεπε
να γυρίσουν τη ρόδα του χρόνου πίσω, θα ’πρεπε
να έχουν σφίξει τα δόντια και τις ψυχές μπροστά στα κυνηγόσκυλα του Ναού, θα ’πρεπε… θα ’πρεπε….
Μα έτσι ανήμποροι όπως βρέθηκαν στη μέση της κρυψώνας,
κυνηγημένοι από τους ίσκιους της δειλίας τους,
έρμαια του φόβου, όργανα της αμφιβολίας και του δισταγμού,
δεν μπορεί, κάποια στιγμή, όλοι τους θα το σκέφτηκαν
(κι ας μην «κέρδισαν» με τη στάση τους τη χλεύη παπάδων και δασκάλων)
πως δεν ήταν δα και πολύ καλύτεροι του Απονήρευτου Θωμά.
Ο δικός μας ο θεός είναι άγριος, αδέσμευτος,
άπληστα μοναχικός.
Κατοικεί σε σπηλιές βραχοζωσμένες,
ρίχνει στις πληγές του αλάτι,
φοράει ράσα και το βλέμμα του είναι κοφτερό
σα γιαταγάνι.
Δεν τον καταλαβαίνει κανείς εύκολα.
Ούτε να τον αντικρίσει δε μπορεί.
Μουδιάζει.
Ο σφυγμός του - βλέπεις - χτυπάει απόλυτα.
Αισθάνεται με το μυαλό. Γι΄ αυτό τον αποκαλούμε Λόγο.
Χρόνια τώρα, τρέφεται με μέσα λιτά: αύρες πρωινές, τροχιές νεφών, θαλασσινές ωδίνες.
Είναι ο άρχοντας της Nομοτέλειας.
Ορίζει ετούτο, μα κι άλλα στερεώματα.
Τα στήνει πάνω στην ύλη
ή
τα γκρεμίζει στην ανυπαρξία.
Προς το παρόν γυρίζει άστεγος
- ίδιος αλήτης -. Πλανιέται
από γειτονιά σε γειτονιά
κρύβοντας κάτω από το πουκάμισό του τον πάπυρο
με την επόμενη εντολή.
"Ανορθόδοξες απορίες"
Πώς έγινε τούτος ο Θεός
ο γόνιμα αναρχικός,
ο λιπόσαρκος
με τα βαθουλωτά μάτια
με τα λιγδιάρικα μαλλιά
με πόδια που δε δύνανται
όχι να προχωρήσουν,
όχι να τον βαστάξουν,
όχι να ταξιδέψουν, ούτε ως
το γάμο της Κανά, ή τη βαρκούλα του Πέτρου….
Πώς γίνεται τούτος ο Θεός
της περιφρόνησης
της λεπρής μάζας
της ασύχαστης του πλήθους ασωτίας
της προδότρας ζαριάς της τύχης
Τούτος ο Θεός που με το στανιό
τον δέχτηκε στη ράχη του
το πλέον ψωραλέο γαϊδουράκι των Ιεροσολύμων
ίσα-ίσα με ένα κιλίμι στην πλάτη
με μια ακαταδεξία στο μάτι
(σχεδόν ανθρώπινη) – μιαν ακαταδεξία
που μεταλλάχτηκε
σε υποχωρητικότητα και φαρισαϊκή δουλοσύνη
στο πρώτο χειροκρότημα
στην πρώτη ζητωκραυγή
στο παραμικρό δαφνόφυλλο
Πως έγινε τούτος ο Θεός
που Τον υπάκουαν
μόνο καρβέλια και ψάρια
μάρτυρας των Χορτάτων και των Διαφεντευτών (;)
"Μωροί μαθητές"
Με πόση συγκίνηση θυμάμαι μας μιλούσε ο θεολόγος στο σχολείο για την περίπτωση του άπιστου Θωμά.
Λιγόψυχος κι ανασφαλής,
μέσα από την κρυψώνα του ρεαλισμού,
ζητούσε λύσεις κι αποδείξεις. Ο αφελής!
Με πόση συγκίνηση θυμάμαι μας μιλούσε κι ο ιερέας στην εκκλησία
για την περίπτωση του άτυχου Θωμά.
Αγανακτώντας μαζί του και απαξιώνοντας
την ολιγόπιστη καρδιά του,
ζητούσε να προσκομίσει,
μέσα από τα οχυρά της λογικής,
λύσεις κι αποδείξεις. Ο αφελής!
Άμα δεν ήθελε ο Χριστός
θα εμφανιζόταν άραγε στους μαθητές;
Ή μήπως είχαν τόση δύναμη οι γραφές,
ώστε να εξαναγκάσουν Αυτόν, ένα Γιο Θεού,
να γονατίσει μπροστά στους μαθητές Του, για να τους δείξει
το σακατεμένο Του πλευρό και τα σημάδια στις παλάμες;
Κι αν πάλι οι μαθητές Του ήθελαν
να πάρουν για οδηγό ετούτα τα σημάδια, θα ’πρεπε
όλοι να επιστρέψουν στον κήπο της Γεσθημανή, θα ’πρεπε
να γυρίσουν τη ρόδα του χρόνου πίσω, θα ’πρεπε
να έχουν σφίξει τα δόντια και τις ψυχές μπροστά στα κυνηγόσκυλα του Ναού, θα ’πρεπε… θα ’πρεπε….
Μα έτσι ανήμποροι όπως βρέθηκαν στη μέση της κρυψώνας,
κυνηγημένοι από τους ίσκιους της δειλίας τους,
έρμαια του φόβου, όργανα της αμφιβολίας και του δισταγμού,
δεν μπορεί, κάποια στιγμή, όλοι τους θα το σκέφτηκαν
(κι ας μην «κέρδισαν» με τη στάση τους τη χλεύη παπάδων και δασκάλων)
πως δεν ήταν δα και πολύ καλύτεροι του Απονήρευτου Θωμά.
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου